Η καμπάνα και ο αλειτούργητος |
Τα ’μαθες, παππού; Από ’δω κι εμπρός τα μαγαζιά θ’ ανοίγουν και τις Κυριακές. - Τι λες, παιδάκι μου, στύλωσε με απορία και έκπληξη τα γεροντικά, θολωμένα απ’ τα χρόνια μάτια του πάνω στον εγγονό του ο μπαρμπα-Δημητρός. - Ναί, παππού, είναι απόφαση του Υπουργού.
- Ε, κάπως έτσι… - Δεν πάμε καλά. Το λέω εγώ. Θα μας χάσει ο Θεός! Καί βύθισε πιότερο το κεφάλι στο στέρνο του. - Παππού, θυμάσαι – τον έβγαλε απ’ τον μελαγχολικό του βυθισμό ο εγγονός – θυμάσαι που ερχόμασταν μέρες Πάσχα στο χωριό, όταν ήμουν στο Δημοτικό, κι έτρεχα με τα άλλα παιδιά ποιός θα χτυπήσει την καμπάνα Μ. Παρασκευή, όλη τη μέρα πένθιμα, και μετά, την Ανάσταση…; Τι γινόταν τότε!… Ε, θυμάσαι; - Αχ, καλό μου παιδί, εσύ μόνο αυτό θυμάσαι! Φυσικό είναι. Στην πόλη μεγάλωσες, δε νογάς τι θα πεί ο ήχος της καμπάνας. Γιά μας στο χωριό τα χρόνια εκείνα ξέρεις τι ήταν η καμπάνα; Όλη η ζωή μας με την καμπάνα κυλούσε. Θες χαρά, θες γάμος, θες πανηγύρι, θες θλίψη και πένθος, κίνδυνος, φωτιά, μάζωξη του χωριού στην πλατεία, όλα με την καμπάνα σημαίνουνταν. Με την καμπάνα της εκκλησιάς. Καταλαβαίνεις τι θα πεί αυτό; Η εκκλησιά ήταν η μάνα μας, και η καμπάνα η φωνή της. Έτσι τη νιώθαμε, γιόκα μου. Μιλούσε ο ήχος της. Με πιάνεις; Μιλούσε… Να, τώρα δα, μου ʼρθε στη σκέψη και ο Παναής… - Ποιός είπες, παππού; Αυτόν, που λες, τον Παναή, μια μέρα τον είδαμε στην εκκλησιά. Κοιταχτήκαμε αναμεταξύ μας. Τι έπαθε ο Παναής; Το κεφάλι χαμηλά, αξύριστο, άλουστο το πρόσωπό του, κι ούτε που το σήκωνε μια στάλα. Κάθισε σ’ όλη τη Λειτουργία και μετά έφυγε σαν κυνηγημένος. Καί την άλλη φορά πάλι, και πάλι. Πρώτος στην εκκλησιά ο Παναής. Ημέρεψε το πρόσωπό του. Γιά καιρό όμως δε μιλούσε. Μιλιά, σού λέω. Έπειτα από καιρό μας βρήκε στην πλατεία. Τον φωνάξαμε για καφέ κι εκεί μας τα ’πε όλα. - Τι είπε, παππού; Αυτά είπε ο Παναής. Καί τότε, που λες, γιόκα μου, σηκώθηκε ο γεροντότερος και στάθηκε αναμεσό μας κι έδωσε ερμηνεία: «Αυτό, χωριανοί, δεν είναι τυχαίο πράμα. Παναή, αυτή δεν ήταν η φωνή της καμπάνας. Ήταν η φωνή του Θεού! Κατάλαβες; Με τη φωνή της καμπάνας σού μίλησε ο Θεός. Σού ’δωσε νόημα ο Θεός να σε μπάσει στην εκκλησιά. Πως συ σφυράς και μπάζεις τα πρόβατα στη στάνη; Έτσι και ο Θεός. Καί το ’πιασες, Παναή, το νόημα. Το ’πιασες! Καί δεν είσαι τώρα ο αλειτούργητος και ο ακοινώνητος. Κατάλαβες, αυτό ήταν». - Αυτό ήταν, γιόκα μου. Η καμπάνα! Καί τώρα μου λες, θα σημαίνει την Κυριακή το πρωί, και ο κόσμος θα βγαίνει στην αγορά για ψώνια. Αχ, και θα μας χάσει ο Θεός, παλληκάρι μου. Τι να πω, δεν ξέρω… |
![]() |