ο τρόπος ζωής στό χωριό |
Οι κάτοικοι του χωριού ως κύρια απασχόληση είχαν τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Ένα μέρος από τα γαλακτοκομικά και γεωργικά προϊόντα που παρήγαγαν προορίζονταν για δική τους κατανάλωση. Τα υπόλοιπα τα πουλούσαν προκειμένου να κερδίσουν κάποια χρήματα για την κάλυψη άλλων αναγκών τους. Η ζωή στο χωριό ήταν φτωχή και δύσκολη, χωρίς καμία πολυτέλεια, όμως ήταν ευχαριστημένοι και δεν τους απασχολούσε αν υπήρχαν πλούσιοι και φτωχοί, αλλά φτωχοί και φτωχότεροι. Ευσεβείς και θεοφοβούμενοι και καλοί δουλευταράδες της γης τους ήταν οι άντρες και οι γυναίκες του χωριού. Τηρούσαν πιστά τις παραδόσεις και τα έθιμα τους και ήταν περήφανοι για το χωριό τους. Η υγεία τους ήταν καλή και από αυτή την άποψη ήταν τυχεροί γιατί η ιατρική φροντίδα ήταν υποτυπώδης. Όταν αρρώσταινε κάποιος εύρισκε γιατρειά στα βότανα και στις ευχές της εκκλησίας. Σπάνια πήγαιναν στο γιατρό γιατί δεν ήθελαν να τους αποκαλούν αρρωστιάρηδες. Έκοβαν καμιά ματωτή βεντούζα, έπιναν κανένα χαμομήλι και τριβόντουσαν με πετρέλαιο ή οινόπνευμα. Όταν κάποιος πέθαινε λέγανε ότι στρίφτηκε το άντερο του ή τον χτύπησε «ταμπλάς», το γνωστό μας εγκεφαλικό.Όλοι πέθαιναν από βαθιά γεράματα, γι' αυτό κάνοντας παλιότερα ένα γύρω στο νεκροταφείο έβλεπες ηλικίες από 85 τουλάχιστον και πάνω. Κατά τους χειμερινούς μήνες οι γεωργικές εργασίες ήταν λιγότερες και υπήρχε μια σχετική απομόνωση στο χωριό. Στις σχέσεις του αντρόγυνου ο άντρας ήταν η κεφαλή της οικογένειας και είχε το γενικό πρόσταγµα. Γενικά. οι σχέσεις του αντρόγυνου ήταν καλές, φιλικές και τίµιες όµως η σκληρή κουβέντα και η βλαστήµια δεν ήταν κάτι ασυνήθιστο . Λίγοι άντρες κατέφευγαν και στην « µπούφλα» αυτό που σήµερα αποκαλούν χαστούκι. Για μερικά ανδρόγυνα το καθημερινό ξύλο είχε γίνει βίωµα και συνήθιζαν να λένε «πέφτει βουρδουλας! Όσον αφορά την ενδυμασία τους πολλοί άντρες ακόµη τη δεκαετία του πενήντα φορούσαν τη φορεσιά που επικρατούσε στον προηγούμενο αιώνα. Δηλαδή φορούσαν την αλαντζιένα πουκαμίσα και τη φουστανέλα, το υφαντό γιλέκο, το φέσι ή το µαύρο σκούρο γιλέκο. Φορούσαν ακόµη το δερμάτινο σελάχι, στο οποίο εξείχε προκλητικά. η µαύρη λαβή του µαχαιριού, το υφαντό σώβρακο, τα χοντρά υφαντά. τσουράπια και τα τσαρούχια από δέρµα χοιρινού (γουρνουτσαρχα) µε τη µαύρη φούντα και τις προκαδούρες. Στις γιορτές φορούσαν την άσπρη πολύπτυχη φουστανέλα που είχε αρκετό βάρος και ήταν πονοκέφαλος για τις νοικοκυρές στο σιδέρωµα. Μετά. τη δεκαετία του πενήντα εξαφανίστηκε η παραδοσιακή φορεσιά. και αντικαταστάθηκε από τα Φράγκικα ρούχα και το τσαρούχι από το σκαρπίνι. Έφυγαν σιγά σιγά και οι γέροι που τα φορούσαν ο Μπάρµπαβασιλακης ο μουτσωκος και πολλοί άλλοι. Σε μερικούς τις έβαζαν κοντά, τους έθαβαν δηλαδή µε τη φουστανέλα. Έτσι έσβησε η παράδοση πολλών αιώνων. Το χειµώνα όσοι ήταν τσοπάνηδες κατέβαιναν στα χειµαδιά. Έβοσκαν τα πρόβατα το χειµώνα κα δούλευαν και σε κανένα λιοτρίβι βγάζοντας το λάδι της χρονιά-ς. Αυτοί που έμεναν στο χωριό απολάμβαναν το ζεστό τζάκι και την παρέα των καφενείων Το κυνήγι ήταν η πιο ευχάριστη απασχόληση των ανδρών όλες τις εποχές και τις πιο πολλές φορές γινόταν κατά παράβαση των νόµων που το αφορούσε. Δεν το είχαν για σπορ αλλά για να εξοικονομήσουν για την οικογένεια λίγο περίσσιο διαφορετικό κρέας από εκείνο που είχαν συνηθίσει να τρώνε. Τα πρώτα χρόνια το κυνήγι ήταν άφθονο και κανένας δεν γύριζε χωρίς να φέρει κάτι. Ο καλός κυνηγός είχε και καλά σκυλιά και συχνά το καυχιόταν. Τα τουφέκια ήταν δίκαννα, τσάνγκρες και µερικά ήταν µπροστόγιοµα. Τα φυσίγγια τα έφτιαχναν µόνοι τους και καµία ριξιά δεν τους πήγαινε χαµένη. Υπήρχαν πολλοί καλοί κυνηγοί και καλοί σκοπευτές. Στη φώτο βλέπουμε μερικούς αλλά και τόσους άλλους πιό παλιά.Τα παιδιά είχαν και αυτά το δικό τους τρόπο να κυνηγούν συνήθως µε παγίδες, µε λάστιχα, µε δόκανα και µε κανένα αγκίστρι. Σε γενικές γραμμές η ζωή των κατοίκων ήταν ρουτίνα και η µια µέρα διαδέχονταν την άλλη ίδια και απαράλλαχτη. Τα αγόρια φορούσαν αλαντζιένια παντελόνια κάτω από τα γόνατα και τα συνηθισμένα παιχνίδια τους ήταν το κρυφτούλι, η αµπάριζα, η τσιλίκα, η γουρουνα, οι βόλοι και το τόπι που δεν ήταν άλλο παρά ένα πανί που είχε µέσα χόρτα τυλιγμένα. Στα γουρουνοσφάγια έπαιρναν τη φούσκα του γουρουνιού, το µπαλόνι της εποχής, την έτριβαν στη στάχτη για να μεγαλώσει, την φούσκωναν, την έδεναν και δώστου παιχνίδι τα παιδιά. Από όταν άρχιζε η άνοιξη µέχρι το φθινόπωρο τα πόδια τους έκοβαν κάθε επαφή µε τα παπούτσια. Τα κορίτσια φορούσαν αλαντζιένια φορέµατα που έφταναν πολύ κάτω από τα γόνατα και είχαν τα µαλλιά τους χωρισµένα στη µέση σε δύο πλεξίδες. Τα συνηθισµένα παιχνίδια τους ήταν ο κουτσός, η κολοκυθιά, το δαχτυλίδι, το δεν περνάς κυρά Μαρία, η τυφλόμυγα και ο χορός. Οι γυναίκες δούλευαν διπλή βάρδια µέσα και έξω από το σπίτι, στα χωράφια και στη στάνη. Τον περισσότερο καιρό τον περνούσαν ζαλιγγομενες άλλοτε µε τη νάκα, άλλοτε µε τη βαρέλα άλλοτε με τούφες και τισ περισσότερες φορές µε ξύλα. Όταν δεν δούλευαν στα χωράφια ή στο µαντρί έκαναν τις δουλειές του σπιτιού, το σιγύρισµα, το σκύψιµο πάνω στο σκαφίδι, το ζύµωµα συνήθως µια φορά την εβδομάδα, το πλύσιµο, το πλέξιµο, και τον αργαλειό. Έπρεπε επίσης να παχνίζει τα ζά και να τα πηγαίνει να τα δέσει στο παλούκι καθώς και να ρίχνει φαί στις κότες ή στις κατσίκες. Πολλά ονόµατα γυναικών στο χωριό ξεχνιόντουσαν γιατί έπαιρναν το όνοµα του άντρα. Έτσι άκουγες να λένε η Βασίλενα, η γιωργενα η Χρίστενα και άλλα τέτοια. Η φροντίδα των πολλών παιδιών σε σχέση µε τις σημερινές συνθήκες ήταν πρωτόγονη. Όλες οι µητέρες χωρίς εξαίρεση θήλαζαν τα µωρά τους και µετά από µερικούς µήνες τη θέση του θηλασµού τον έπαιρνε το µπρίκι µε το γλυκό τραχανά, το ρύζι και τις χυλοπίτες. Το γάλα από τη γίδα δεν σταµατούσε ποτέ από το µπρίκι. Πολλές φορές η µητέρα θήλαζε το ένα παιδί και στη φωτιά ήταν το µπρίκι για το άλλο. Όταν στο σπίτι δεν υπήρχε γιαγιά για να κρατήσει το µωρό, η µητέρα του έκοβε στην πλάτη τη νάκα και πήγαινε στη δουλειά. Εκεί κρεµούσε σε κάποιο δέντρο τη νάκα µε το µωρό και όταν έκλεγε δεν βιαζόταν να το πάρει. Τελείωνε πρώτα τη δουλειά και έλεγε «αν δεν κλάψει δεν µεγαλώνει το µωρό» Στο σπίτι το µωρό κοιµόταν στην σαρμανιτσα που ποιος ξέρει πόσες γενιές είχε µεγαλώσει! η σαρμανιτσα ήταν το πιο πολύτιµο έπιπλο της οικογένειας και µεταφερόταν από γενιά σε γενιά. Μερικές φορές τύχαινε να κυλήσει το γουρούνι το µωρό που το άφηναν στην αυλή ή στο χωράφι πήγαινε κανένα φίδι στη νάκα γιατί του µύριζε το γάλα. Έτσι µεγάλωναν τα παιδιά εκείνα τα χρόνια. Ο καφές που έπιναν οι άντρες στο σπίτι ή στο καφενείο και οι γυναίκες στη γειτονιά ήταν νοθευµένος µε ρεβίθι. Τη δουλεία αυτή την έκανε το καρβουντιστήρι, που τότε ήταν πολύτιµο εργαλείο, και ο µύλος του καφέ. Στα σπίτια τέλος υπήρχε κάποιο τραπέζι µε καρέκλες, αλλά μερικές φορές δεν χωρούσε έτσι κάθονταν κάτω στα σκαµνιά ή στο πάτωµα και έτρωγαν στο στρογγυλό σοφρά. Σε γενικές γραµµές έτσι ζούσαν στα βρουβιανα. Φαντάζοµαι ότι κάπως έτσι θα ήταν και στα άλλα χωριά, αλλού πιο καλά και αλλού άσχηµα. |