Σελίδα 1 από 3 Τον παλιό καιρό η ζωή στα Βρουβιανά δεν είχε καμία σχέση με αυτή της σύγχρονης εποχής.Τα σπίτια απόμακρα το ένα από το άλλο. Οι δρόμοι γεμάτοι χώμα, λάσπη και σκόνη. Δύσκολη η βατότητα και η καθαριότητά τους. Παρόλα αυτά οι νοικοκυρές φρόντιζαν πρώτα απ΄ όλα την αυλή και το δρόμο μπροστά στο σπίτι τους. Τα κύρια σημεία υδροδότησης, εκτός από τις στέρνες, ήταν και οι δυο Βρύσες που σώζονται μέχρι σήμερα. ![]() ![]() Τα νοικοκυριά ήταν συνηθισμένα χωριάτικα με έντονα τα χαρακτηριστικά του αγροτικού ορεινού χωριού. Έντονες διαφορές δεν είχαν μεταξύ τους. Δεν έβρισκες οικογένειες χωρίς οικονομικά προβλήματα ούτε σπίτια με βασικές διαφορές στην εμφάνιση, την επίπλωση, τις ευκολίες ή τα μέσα που διέθεταν. Οι φτωχότεροι συντηρούσαν ένα νοικοκυριό που το πρόσεχαν και φρόντιζαν να ανταποκρίνεται με αξιοπρέπεια στις ανάγκες της οικογένειας και στις κοινωνικές υποχρεώσεις τους. Ο αργαλειός που δεν έλειπε από κανένα σπίτι έδινε υφαντά πρακτικά, χρήσιμα και όμορφα. Αυτά άλλαζαν την όψη του σπιτιού και δημιουργούσαν μία μοναδικά ζεστή ατμόσφαιρα, που σήμερα λείπει από πολλά σπίτια. Ύφαιναν υφάσματα για ρούχα, πετσέτες, προσόψια, τραπεζομάντηλα, σεντόνια. Όλες οι νοικοκυρές ύφαιναν και κεντούσαν. Οι οικογένειες τότε ήταν πολυμελείς. Τα πέντε παιδιά δεν θεωρούνταν καθόλου πολλά, αφού σε αρκετές οικογένειες έφθαναν μέχρι και δέκα. Μεγάλωναν κάτω από συνθήκες που τους εξασφάλιζαν μία υποφερτή διαβίωση. Για το μέλλον τους φρόντιζε η τύχη. Τελειώνοντας το σχολείο τα αγόρια έπαιρναν το δρόμο της αποκατάστασης είτε στη δουλειά του πατέρα είτε κοντά σε έναν τεχνίτη να μάθουν μία τέχνη. Τα κορίτσια βοηθούσαν στις δουλειές του σπιτιού και στα χωράφια. Στο γυμνάσιο πολύ λίγα παιδιά πήγαιναν και γιατί δεν υπήρχαν οικονομικές δυνατότητες και γιατί πολλοί πίστευαν ότι τα γράμματα δημιουργούν τεμπέληδες. Γι αυτό παρατηρούνταν το φαινόμενο να σπουδάζουν φτωχά παιδιά με δυσκολίες και στερήσεις, αλλά με γονείς με διαφορετικές αντιλήψεις για τη μόρφωση. Αντίθετα πολλά παιδιά που είχαν και δυνατότητες και άνεση δεν σπούδαζαν. Στην οικογένεια η συμβολή της γυναίκας ήταν αποφασιστική. Φορτωμένη με όλα τα βάρη του νοικοκυριού, προσπαθούσε με πενιχρά μέσα να τα φέρει βόλτα. Από αυτήν περίμεναν και οι δουλειές να τελειώσουν και τα προβλήματα να λυθούν. Όλα μετρημένα και λιγοστά. Δουλειά από νύχτα σε νύχτα. Να συγυρίσει, να προφτάσει το ζύμωμα, τη μπουγάδα, το ράψιμο, το μπάλωμα. Να βρει καιρό για αργαλειό, πλέξιμο, γνέσιμο και ένα σωρό άλλες δουλειές. ![]() ![]() ![]() ![]() Όσο τα παιδιά ήταν μικρά, βοήθεια από πουθενά. Ο άνδρας, και ο καλύτερος ακόμα, δεν σηκωνόταν να βάλει ούτε ένα ποτήρι νερό. Τα περίμενε όλα στο χέρι. Θεωρούνταν μειωτικό για έναν άνδρα, ‘’ που εκπροσωπούσε το ισχυρό φύλο’’, να ασχοληθεί με δουλειές που χαρακτηρίζονταν “γυναικείες”. Επειδή δεν υπήρχε σαφής διαχωρισμός ανάμεσα τους, δεν έκανε τίποτα για να είναι σίγουρος. Αυτή η συμπεριφορά υπαγορευόταν ασφαλώς από το συναίσθημα υπεροχής απέναντι στο γυναικείο φύλο. Το μεγάλωμα των παιδιών αποτελούσε φροντίδα αποκλειστικά της μάνας. Ο πατέρας δεν αδιαφορούσε αλλά ούτε νοιαζόταν και πολύ. Η δουλειά που τον κρατούσε ώρες και μέρες μακριά από το σπίτι, οι στεναχώριες για τα οικονομικά της φαμίλιας, αλλά βασικά η νοοτροπία (που δεν άλλαξε και πολύ μέχρι σήμερα), ότι αυτό είναι δουλειά της μάνας, περιόριζαν το ρόλο του στο να εξασφαλίζει τα μέσα για τις ανάγκες τις οικογένειας. Τον χώριζε απόσταση από τα παιδιά, αποτέλεσμα της συμπεριφοράς που θεωρούνταν πρέπουσα. Δηλαδή ο πατέρας έπρεπε να είναι αυστηρός, λιγομίλητος, σοβαρός και ίσως λίγο σκληρός, πνίγοντας τις περισσότερες φορές τα πραγματικά του αισθήματα για να μη παραβεί την παράδοση. Αντίθετα η μάνα δεν είχε κανένα λόγο να κρύβει την αγάπη, την καλοσύνη, την ανοχή. Ο ρόλος της ήταν λεπτός και δύσκολος. Να χορτάσει όλα εκείνα τα παιδιά, που σπάνια ήταν λίγα, μοιράζοντας ότι είχε ίσα και δίκαια για να μην αδικήσει κανένα. Να τα ντύσει, να τα ποδίσει, πλέκοντας η μπαλώνοντας ρούχα και σφούνια, να μη φαίνονται οι φτέρνες και οι αγκώνες και να ξενυχτάει στο προσκέφαλό τους όταν αρρώσταιναν, χωρίς γιατρό και φάρμακα. Όλα αυτά τα οικογενειακά βάρη και οι φροντίδες που έπεφταν στις πλάτες της, η ανέχεια που δεν την άφηνε να εξασφαλίσει στα παιδιά της με άνεση ένα πιάτο καλό φαΐ και ζεστά ρούχα, τη γερνούσαν παράκαιρα. Οι άνδρες είχαν και ώρες που δεν έκαναν τίποτα και έβρισκαν καιρό για το καφενείο. Οι γυναίκες όπου κι αν πήγαιναν κουβαλούσαν και τη δουλειά τους. Τα χέρια τους σταματούσαν μόνο στον ύπνο. Η καθαριότητα ήταν άλλος ένα τομέας της γυναικείας δραστηριότητας, που χρειάζονταν δουλειά και κόπο. Είχαν στη διάθεσή τους νερό που το κουβαλούσαν από τη βρύση με στάμνες και τενεκέδες. Για σαπουνάδα χρησιμοποιούσαν σταχτόνερο (αλισίβα). Χρησιμοποιούσαν ξύλινους κόπανους. Στη μία μεριά τοποθετούσαν ένα πανί πάνω στο οποίο έβαζαν την στάχτη και από πάνω έριχναν το ζεστό νερό, που διαλύοντας τη στάχτη γέμιζε την άλλη μεριά της λεκάνης, ενισχύοντας τη «σαπουνάδα» . Μία μπουγάδα κρατούσε από το πρωί ως το απόγευμα χωρίς σταματημό. Μάλιστα τα χοντρόρουχα που χρειαζόταν πολύ νερό για να τα πλύνουν, τα πήγαιναν ΄΄ζαλίγκα΄΄ στο ποτάμι. Την περίοδο της εγκυμοσύνης και του τοκετού οι γυναίκες εμπιστεύονταν την τύχη τους στις μαμές που πολλές φορές παρά τις φιλότιμες προσπάθειες τους δεν τα κατάφερναν. Δεν είχαν ούτε τα μέσα ούτε τις γνώσεις για μια δύσκολη περίπτωση. Όταν η γυναίκα έφθανε ως τη γέννα, (δεν ήταν λίγες οι φορές που από τις πολλές δουλειές και τις ταλαιπωρίες απέβαλε), μαζεύονταν μάνες, πεθερές και πρακτικές μαμές για να βοηθήσουν με την πείρα τους. Αν η γέννα ήταν δύσκολη η γυναίκα υπέφερε μερόνυχτα καμιά φορά από τους πόνους. Μερικές φορές τα παιδιά γεννιούνταν πεθαμένα, αλλά και οι γυναίκες κινδύνευαν από την αιμορραγία και οποιαδήποτε άλλη επιπλοκή. Δυστυχώς κάποιες φορές δεν τα κατάφερνε ούτε η μάνα και άλλες ούτε το παιδί. Ο ρόλος της μαμής άρχιζε, αφού «έπεφτε» το παιδί. Έδινε στη λεχώνα κανελογαρύφαλλα και σταφίδα, « να αναλήψει» και τις επέβαλε αυστηρή νηστεία με νερόβραστο ρύζι, τότε που είχε τη μεγαλύτερη ανάγκη για καλοφαγία. Ο κόσμος και πιο πολύ οι μάνες είχαν στοιχειώδη μόρφωση και ελάχιστες γνώσεις. Ήταν γεμάτες δεισιδαιμονίες και προλήψεις και γίνονταν εύπιστες στις πρακτικές διαγνώσεις και τα γιατροσόφια. Πολλές φορές, ακόμα και όταν υπήρχε γιατρός, είχαν περισσότερη εμπιστοσύνη στα γιατροσόφια παρά στο γιατρό. Μικρός αριθμός γυναικών ασχολούνταν επαγγελματικά με τον αργαλειό. Ετοίμαζαν υφαντά για τις προίκες των κοριτσιών, που δεν είχαν καιρό να υφάνουν μόνα τους και αργότερα για εμπόρους υφαντών, από διπλανά χωριά συνήθως. |