Μ
Μαστραπάς
|
γυάλινη ή πήλινη κανάτα
|
Μαβλάου
|
καλώ τα ζώα
|
Μαντέκα
|
τζέλ της εποχής για τα μαλλιά
|
Μαρτίνια
|
ζώα-γιδοπρόβατα (και τα όψιμα)
|
Μασίνα
|
στάβλος
|
Ματαπράτσας
|
έμπορος
|
Μαργώνου
|
κρυώνω
|
Ματσιάλτζμα
|
μάσημα τροφής
|
Μαρκάλους
|
συνουσία – οργασμός ζώων (συνήθως σε γιδοπρόβατα)
|
Μιλιούν(ι)
|
άπειρη αριθμητική ποσότητα
|
Μίρλα
|
συνεχές γκρίνιαμα (κλάμα)
|
Μισάντρα
|
ξύλινο έπιπλο για οικιακά σκεύη
|
Μουνούχζμα
|
ευνουχισμός ζώων
|
Μουλόημα
|
έγινε αντικείμενο σχολιασμού
|
Μούρκους
|
μαύρος, πολύ βρώμικος
|
Μούτσι
|
ξεγέλασμα στο χαρτοπαίγνιο
|
Μουτλάκ
|
σόνι και καλά
|
Μούτους
|
μουγκός
|
Μουλαϊμκου
|
ήσυχο, ήρεμο
|
Μπαλατσάρσα
|
παλάβωσα
|
Μπαρχαλώθκα
|
ανεβασμένος ή σφηνωμένος σε σημείο με δύσκολο δρόμο διαφυγής
|
Μπακατσιάζει
|
κάθετε, πήζει (συνήθως το φαγητό)
|
Μπαγάτσιασι
|
μαζεύτηκε, κάθισε, υποτάχτηκε
|
Μπαγούτσεις
|
χουχούλιασμα κάτω από τα σκεπάσματα
|
Μπακαλ(ι)κούργεια
|
μικροαντικείμενα, κυρίως κουζινικά και ψώνια
|
Μπιχειρίσκεις
|
επεξεργάστηκες (με καλό ή κακό σκοπό και αποτέλεσμα)
|
Μπουμπούντζμα
|
κρότος που παράγετε από κεραυνό
|
Μπούγλα
|
δοχείο- τενεκές (συνήθως με λάδι)
|
Μπουρμπουθλιά
|
σαρανταποδαρούσα
|
Μπλάτσιασμα
|
πλάκωμα με πολύ βάρος και δύναμη
|
Μπλιτσιανάου
|
χτυπάω χέρια-πόδια στο νερό
|
Μπριάλ(ι)
|
μεθεπόμενη μέρα
|
Μπχαρί
|
καπνοδόχος τζακιού
|
Μπχαρουπουδγιά
|
ύφασμα που καλύπτει το μπροστινό μέρος του τζακιού
|
Μπχούν(ι)
|
μεγάλο κομμάτι
|
Μπικιόνι
|
πλαστικό ποτήρι
|
Μπακούλι
|
κεντητό σακούλι που μεταφέρονται συνήθως τρόφιμα (κρεμασμένο στον ώμο)
|
Μπουρπουτσέλι
|
μικρό είδος σκαθαριού
|
Μπάκακας
|
βάτραχος
|
Μπζιάκα
|
είδος βάτραχου
|
Μπρουτφλιά
|
σφαλιάρα
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|