Π
Παρασάνταλου
|
κακοφτιαγμένος άνθρωπος
|
Πατσιαλό
|
στραβό
|
Πατλιά
|
θάμνος, κλαδί με μεγάλα αγκάθια
|
Πατίκια
|
πλαστικές παντόφλες
|
Παρμάρα
|
κουλαμάρα
|
Παπαδέλεις
|
κάστανα ψημένα
|
Παραγκώμ
|
παρατσούκλι
|
Παταγούδγιασα
|
κρύωσα πολύ
|
Παρασόλτσα
|
φοβήθηκα πολύ
|
Παραλόϊσα
|
έχασα τα λογικά μου (από πολύ φόβο-πόνο-κρύο )
|
Πάφλας
|
τσίγκινο μικρό δοχείο
|
Πέλες
|
σανίδες
|
Περέσι
|
διάπλατα ανοιχτά
|
Πισλειά
|
ωραία κεντητά γιλέκα
|
Πισλί
|
γυμνός
|
Πιρδικλώθκα
|
παραπάτησα
|
Πίληψ(η)
|
ζάλη, επιληψία
|
Πιτρόβιργου
|
ξύλινη βέργα για το άνοιγμα φύλου
|
Πιδιλόγα
|
κομμάτι ύφασμα (το βάζανε οι γυναίκες στην πλάτη όταν κουβαλούσαν ξύλα)
|
Πιρόνιασι
|
διαπέρασε (κρύο ή πόνος
|
Πίγκους
|
ιδρώτας, βρωμιά στα ζώα (κυρίως πρόβατα)
|
Πιριδρόμνιασει
|
έφαγε πολύ
|
Πλακανίθρα
|
μεγάλος επίπεδος μονοκόμματος βράχος
|
Πλαλιού
|
τρέχω
|
Πλακίδα
|
μικρή κότα
|
Πλώχιρου
|
χούφτα
|
Πόντλα
|
εξαφανίστηκε, έφυγε μακριά
|
Πόριψα
|
πέρασα καιρό
|
Πουρδάλεις
|
πολύ μικρά μυρμήγκια
|
Πουδένουμι
|
φοράω τα παπούτσια μου
|
Πουργιά
|
πόρτα ξύλινη (συνήθως σε φράχτες )
|
Πούντα
|
κρυολόγημα
|
Προυγκάου
|
διώχνω ή φεύγω
|
Προυβζένου
|
βάζω τα μικρά ζώα να θηλάσουν
|
Προυπάου
|
προλαβαίνω
|
Προυσφάι
|
συνοδευτικό του ψωμιού (φαγητό)
|
Προυμάδα
|
Πυρωμένο ψωμί κομμένο σε φέτες (ψημένο)
|
Πριγιάκουνου
|
ατσάλινη λίμα για τρόχισμα μαχαιριών
|
Πριτσιάλτζμα
|
οργασμός των γιδιών
|
Πρόψα
|
πρόλαβα
|
Πτσαράς
|
γενναίος-άξιος-λεβέντης άντρας
|
Πύτιασα
|
στέγνωσε το στόμα από τη δίψα
|
|
|
|
|
|
|
|