Γέφυρα Τέμπλας - Σελίδα 2 |
Σελίδα 2 από 2
Δίπλα ακριβώς από το γεφύρι, διακρίνονται ακόμη μέχρι και σήμερα τα απομεινάρια από ένα παλιό χάνι, που εξυπηρετούσε περαστικούς και ταξιδιώτες που διάβαιναν το ποτάμι. Ιδιοκτήτης του από το 1927 που το κατασκεύασε, ο αείμνηστος συγχωριανός μας Χρήστος Μουτσώκος. Ένας άνθρωπος «ζωντανή» μαρτυρία για τη ζωή του γεφυριού μα και όλης της γύρο περιοχής. Το 1957 εγκατέτιψε το ρημαγμένο πια χάνι του και ανέβηκε λίγο ψιλότερα, σκαρώνοντας ένα μικρό καφενίο-μπακάλικο, που αν και η πινακίδα του ξαφνιάζει με εκείνο το “CAFETERIA SNAK BAR”, παρέμεινε ταπεινό σαν το παλιό μαγαζάκι. Παραθέτουμε στο σημείο αυτό τη μαρτυρία του αείμνηστου συγχωριανού μας Χρήστου Μουτσώκου, στον σπουδαίο ερευνητή Σπύρο Μαντά, που τον συνάντησε στο καφενείο του στα μέσα της δεκαετίας του 80. : << Περνούσαμαν παλιά από δω με τριχιές, με σανίδια, με περαταριές. Δυο σχοινιά, συρμάτινα αυτά, δεμένα επάνω, το ένα άκρο από δω , το άλλο από πέρα. Στο μεταξύ απάνω σ’ αυτό ήταν ένα τετράγωνο, σαν μπαούλο ας υποθέσουμε και έμπαινε μέσα ο επιβάτης που ήθελε να περάσει. Όταν έμπαινε μέσα, το τράβαγε εκείνος από πέρα και αυτό είχε κρικέλλες, έτσι πάενε ψηλά στα σύρματα ….βρρρρ….. πέρναγε από την άλλη μεριά. Ύστερα φτιάξαμαν την τέμπλα, το πράσινο γιοφύρι, μέχρι που ‘σπασε και έπεσε μέσα ένας τσοπάνης. Ο άνθρωπος αυτός που έπεσε μέσα ήταν απ’ το χωριό, μάλιστα ήταν και πεθερός μου, Φώτης Ματσιούλας λεγόταν. Ο καιρός ήταν Δεκέμβριος μήνας και τ’ αυτού μη λογαριάζεις τη ήτανε. Από δω άπλωνε τα γίδια ψηλά στο ξύλο να περάσουν πέρα να τα βοσκίσει. Προχώρησε βέβαια κι αυτός από κοντά. Δεν κατάλαβε ότι το γιοφύρι ήταν επικίνδυνο, η τέμπλα αυτή είχε σαπίσει. Κρακ… έσπασε, κόπηκε και πάνε όλοι μέσα. Τα γίδια πνιγήκανε και αυτός πετάχτηκε εκατό μέτρα παρακάτω. Βγήκε απ’ το πέρα μέρος αυτός, ήταν δεινός κολυμβητής αυτός, απ’ τα Βρουβιανά. Από τότε άρχισαν να φωνάζουν για το γιοφύρι. Έτυχε να είναι τότε και ο πατριώτης μας ο Στράτος, που ήταν από δω , απ’ το Βάλτο, απ’ την Αμφιλοχία απ’ έξω, από ένα χωριό το Λουτρό ή κρίκελλο σήμερα. Αυτό το γιοφύρι το πέτρινο, έγινε επί υπουργίας του Νίκου Στράτου. Ναι. Έκοψε αυτές τις πιστώσεις από το κράτος και έφτιαξε τα δύο γιοφύρια αυτά, του Αυλακίου πέρα και τούτο. Έγινε πρώτα του Αυλακίου από τα ‘5 μέχρι το ‘8, έκαναν ότι έκαναν εκεί και τα καλούπια, επειδή δεν υπήρχε συγκοινωνία τα έριχναν μέσα στο ποτάμι και τα έφερναν εδώ. Συμπλήρωσαν βέβαια και υπόλοιπα και άρχισαν το γιοφύρι εδώ το 1908. Προχώραγαν, οι μάστοροι αυτοί ήταν όλοι Ηπειρώτες από πέρα. Ο εργολάβος λεγόταν Κωνσταντίνος Ν. Παρίσης. Οι πρωτομάστοροι, Γεώργιος Σταμάτης και Βασίλειος Σούλης, Ηπειρώτες κι αυτοί. Καταγόταν από ένα χωριό, δε θυμάμαι καλά, Βύσσιανη; Κάπου εκεί πέρα να πούμε. Δεν το θυμάμαι, όχι. Οι εργάτες που ερχόταν από εδώ τα γύρω χωριά, έπαιρναν 5 λεφτά μεροκάματο. Όποιος έπαιρνε μια πεντάρα, ήταν το ανώτερο μεροκάματο. Τότε του δίναν συγχαρητήρια οι άλλοι που έκοψε πέντε λεπτά την ημέρα αυτός ο άνθρωπος . Τόσο ήταν τότε το μεροκάματο. Στεκόταν ο εργολάβος, όταν άρχισε για να κλειδώσει η μεγάλη καμάρα. Στεκόταν ο μηχανικός, με το βιβλίο στα χέρια. Τα λιθάρια αυτά, τα αγκουνάρια που λέμε τώρα, ήταν όλα αριθμημένα με αριθμούς. Κάμανε δυόμιση ημερόνυχτα, εργαζόταν με βάρδια να μη σταματήσει, όσου να κλειδώσει το γιοφύρι. Δυόμιση μερόνυχτα και στεκόταν με το βιβλίο στα χέρια αυτός. Το 4, οπ το μηχάνημα έβανε το 4 επάνω. Το 8, μπήκε. Το άλλο, το άλλο, όσο κλείδωσε το γιοφύρι. Είχε φόβο πολύ μην αποτύχει. Όταν όμως κλείδωσε το γιοφύρι και βασίστηκε, τότε ήλθανε, κάλεσε τους παπάδες των γύρω χωριών όλων εδώ και κάμανε μια τελετή δύο μέρες, δυο βράδια τελετή. Σφάζανε, ψένανε, τρώγανε, γλεντάγανε, γινόταν πολυπανηγυρικό εκει πέρα να πούμε. Αγιασμό αυτού πέρα οι παπάδες, και ... και… έλιξε αυτό. Μετά προχώρησε και το υπόλοιπο, τελείωσε το 1911. Έκανε τρία χρόνια. Δούλευαν βέβαια συνέχεια, δεν έκοβαν, εκτός όταν έβρεχε που δεν επιτρεπόταν να δουλεύουν. Βάραγαν για να βάλουνε φουρνέλο με το λοστό. Αυτό το τσιμέντο που βάλανε, βάλανε και ασβέστη βέβαια, δεν ξέρω και ‘γω τη μείγμα ήταν αυτό. Δεν ήταν πάντως το σημερινό τσιμέντο, αυτό ερχόταν πιο στερεό. Πνίγηκε τότε και ένας εργάτης, από την Ήπειρο. Τον θάψανε εδώ στο νεκροταφείο του χωριού και του φτιάξανε πέτρινο το μνημείο. Τέλειωσε είπαμε το γιοφύρι. Όταν ήρθαν από κάτω άλλοι ανώτεροι για να τους παραδώσει το γιοφύρι, του είπανε: το κράτησες, ο Αχελώος έχει εδώ μεγάλο φέρμα, ύστερα από καιρούς μπορεί να το κόψει το γιοφύρι. Τέλος, είπε και αυτός τα δικά του, δεν ξέρω και ‘γω τι προφασίστηκε, το έχω μελετήσει εγώ, καλά είναι είπε. Τέλος πάντων, το παρέδωσε τελικά, με 135 τόνους βάρος να περνάει από πάνω. Το 1927 βέβαια ήρθε ένα μεγάλο φέρμα και το ‘κοψε από το πέρα μέρος, αλλά με τις ενέργειες εδώ των κοινοτήτων, έστειλε το υπουργείο ανθρώπους, πάλι Ηπειρώτες και το επιδιόρθωσαν όπως ακριβώς ήταν. >> ![]() Αξίζει να αναφέρουμε ότι το γεφύρι άντεξε την ισχυρή έκρηξη από δυναμίτη, που προκάλεσαν οι Ιταλοί κατά τη διάρκεια της κατοχής τους. Αυτό επιβεβαιώνει τη μελετημένη στατικότητα και ελαστικότητα της κατασκευής του. Σήμερα έναν αιώνα μετά την κατασκευή του, το γεφύρι που τόσα πρόσφερε στον τόπο μας και συνεχίζει να προσφέρει, όχι μόνο στην εξυπηρέτηση αναγκών άλλα και ως στοιχείο πολιτισμού και ομορφιάς, (ποιος αλήθεια θα περάσει από εκεί και δεν θα σταματήσει να το θαυμάσει και να το αποτυπώσει στη φωτογραφική του μηχανή ;) πιθανόν κινδυνεύει να καταστραφεί!!!!!! Για το λόγο αυτό χρειάζεται η ενεργοποίηση όλων των φορέων, για τις ενδεχόμενος απαιτούμενες παρεμβάσεις συντήρησης και προστασίας, από τα φυσικά φαινόμενα και τη διέλευση βαρέων οχημάτων. |